- πρόσπολος
- ὁ, ἡ, Α·1. θεράπων, ακόλουθος2. ιερέας που βρίσκεται στην υπηρεσία θεού («Λητοῑ πρόσπολος», Ανθ. Παλ.)3. (ως θηλ.) θεραπαινίδα, θαλαμηπόλος4. φρ. α) «πρόσπολος φόνου» — συνεργός φόνουβ) «Βάκχου πρόσπολοι» — οι Βάκχες, οι Βακχίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -πολος (< πέλομαι «κινούμαι, κατευθύνομαι»), πρβλ. περί-πολος].
Dictionary of Greek. 2013.